- μορφονιός
- ο1. όμορφος νέος: Στο καφενείο δούλευε ένας μορφονιός.2. (ειρωνικά), νέος που παριστάνει τον όμορφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μορφονιός — ιά 1. όμορφος νέος, ομορφοκαμωμένος («έρχονται οι μορφονιές και κλαιν και μείρονται και τον αγαπημένο τους γυρεύουν», Πορφύρ.) 2. νέος που κάνει τον ωραίο («τήν τριγυρίζουν πολλοί μορφονιοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομορφονιός < όμορφος + νέος / νιος,… … Dictionary of Greek
Karagiozis — (Greek: Καραγκιόζης , from Turkish: Karagöz ) is a shadow puppet and fictional character of Greek traditional folklore inspired from an Ottoman Turkish counterpart who was known as Karagöz . He is the main character of the tales narrated in the… … Wikipedia
Karaghiosis — à Athènes Lieux d utilisation Grèce Manipulateurs célèbres Evgenios Spatharis … Wikipédia en Français
ομορφονιός — και μορφονιός, ιά 1. ωραίος, όμορφος νέος, ομορφόπαιδο 2. ειρων. νεαρός που καλλωπίζεται περισσότερο απ ό,τι πρέπει, που ναρκισσεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < όμορφος + νιός] … Dictionary of Greek
ομορφονιός — ομορφονιός, ο και μορφονιός, ο θηλ. ιά όμορφος νέος, παλικάρι, λεβέντης· ομορφονιά και μορφονιά, η, ωραία κοπέλα, όμορφη κόρη: ...Η μορφονιά που κάποτε αγαπούσαμε, προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγύρισμα — το, ατος 1. περπάτημα τριγύρω, περιφορά, περιπλάνηση: Τριγυρίσματα στην πόλη. 2. περιστοίχιση, περιτριγύρισμα: Τριγύρισμα του κήπου με συρματόπλεγμα. 3. επίμονη επιδίωξη ή ερωτική πολιορκία: Πολλά τριγυρίσματα της κάνει ο μορφονιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)